- ούλτρα-
- πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων το οποίο προσδίδει στο β' συνθετικό την έννοια τής υπερβολής, π.χ. ουλτραμικροσκόπιο, ουλτραμοντέρνος.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. ultra «πέραν, υπέρ» (πρβλ. γαλλ. ultrachic, αγγλ. ultrasmart κ.λπ.)].
Dictionary of Greek. 2013.